- επιτελικός
- -ή, -όπου ανήκει ή αναφέρεται στο επιτελείο, που είναι του επιτελείου: Επιτελικός χάρτης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
επιτελικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο επιτελείο (α. «επιτελικός χάρτης» β. «επιτελική υπηρεσία» γ. «επιτελικές ασκήσεις»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτελής. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
Ιορδανίδης, Γεώργιος — (Κωνσταντινούπολη 1902 – Αθήνα 1978). Στρατιωτικός και μηχανικός. Σπούδασε πολιτικός μηχανικός στο Παρίσι και ακολούθησε στρατιωτικές σπουδές στη Σχολή Ευελπίδων και σε άλλες ανώτερες σχολές. Αποστρατεύθηκε με τον βαθμό του αντιστρατήγου (1960).… … Dictionary of Greek
Μάρσαλ, Τζορτζ Κάτλετ — (George Cutlet Marschall, Γιούνιονταουν, Πενσιλβάνια 1880 – Ουάσινγκτον 1959). Αμερικανός στρατηγός και πολιτικός. Φοίτησε στη Στρατιωτική Σχολή της Βιρτζίνια και διακρίθηκε ως επιτελικός αξιωματικός στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο. Από το 1939 έως το… … Dictionary of Greek